- ωρίμως
- Νεπίρρ. (λόγιος τ.) βλ. ώριμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek